- εὐστάφυλος
- εὐστάφυλοςrich in grapesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευστάφυλος — εὐστάφυλος, ον (ΑΜ) (Α και ἐϋστάφυλος, ον) 1. αυτός που έχει άφθονα σταφύλια («εὐστάφυλος ἀμπελών») αρχ. επίθ. τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σταφυλή] … Dictionary of Greek
εὐσταφύλῳ — εὐστάφυλος rich in grapes masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)